- κιθαριστήριος
- κιθαριστήριος, -ία, -ον (Α) [κιθαρίζω]1. (για αυλό) αυτός που χρησιμοποιείται για να συνοδεύει την κιθάρα2. το ουδ. ως ουσ. τo κιθαριστήριονπάπ. η εκτέλεση μελωδίας σε κιθάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιθαριστηρίων — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. fem gen pl κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστήριον — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc acc sg κιθαριστήριος used to accompany the cithara. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστηρίους — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστήρια — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαριστήριοι — κιθαριστήριος used to accompany the cithara. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek